- άω
- (I)ἄω (Α)άημι*, φυσώ.————————(II)ἄω (Α)ιαύω*, κοιμάμαι.————————(III)ἄω (III) (Α)ἀάω*, βλάπτω.————————(IV)ἄω (Α)1. χορταίνω κάποιον2. (αμτβ.) χορταίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα *sā (< *se∂2) / s∂- «κόρος, κορεννύω, χορταίνω» (πρβλ. απρμφ. αορ. ά-σαι, επικό απρμφ. ά-μεναι, υποτ. αόρ. έωμεν < *ήομεν, μέλλ. ά-σειν κ.ά). Η συγγένεια με τα άδην*, άση* είναι πολύ πιθανή, ενώ η ετυμολόγηση από ινδοευρ. ρίζα *as- «παχαίνω, πλουτίζω» δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.